- ηλεκτροφόρο
- Η πρώτη και απλούστερη ηλεκτροστατική επαγωγική μηχανή, που κατασκεύασε ο Βόλτα. Βλ. λ. Βόλτα, Αλεσάντρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφόρος — α, ο (Μ ἠλεκτροφόρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει ηλεκτρισμό, ο αγωγός τού ηλεκτρισμού («ηλεκτροφόρο σύρμα») 2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροφόρα μηχανή») 3. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτροφόρο όργανο που επιτρέπει την παραγωγή μικρών… … Dictionary of Greek
γυμνόνωτος — η, ο 1. αυτός που έχει γυμνά ή ακάλυπτα νώτα 2. το αρσ. ως ουσ. μεγάλος τελεόστεος ιχθύς τού γλυκού νερού τής τροπικής Αμερικής με ισχυρά ηλεκτρικά όργανα, ηλεκτροφόρο χέλι … Dictionary of Greek
Βόλτα, Αλεσάντρο — (Alessandro Volta, Κόμο 1745 – 1827).Ιταλός φυσικός. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έλαβε άριστη φιλολογική μόρφωση, αλλά αφοσιώθηκε στις θετικές επιστήμες στις οποίες διέπρεψε, αν και ουσιαστικά ήταν αυτοδίδακτος. Νέος ακόμα κατασκεύασε το … Dictionary of Greek
γυμνωτός — Ψάρι της οικογένειας των ηλεκτροφοριδών που ζει στη Νότια Αμερική, κυρίως στις λεκάνες των ποταμών Ορινόκου και Αμαζόνιου. Ονομάζεται και ηλεκτροφόροχέλι, γιατί στο πίσω μέρος του σώματός του έχει όργανα, με τα οποία παράγει ηλεκτρικές εκκενώσεις … Dictionary of Greek
τρολές — ο (λ. αγγλ.), μικρός μεταλλικός τροχός στο πάνω μέρος της ηλεκτροφόρας κεραίας των τραμ και των αυτοκινήτων που κινούνται με ηλεκτρισμό, για τη μετάδοση του ηλεκτρισμού από το εναέριο ηλεκτροφόρο καλώδιο, μέσω της κεραίας, στο όχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)